6 / 2000
              
Πόλεμος
Απ' του Ήλιου τη φαρέτρα οι αχτίδες
πλημμύρισαν τον κάμπο έως πέρα.
Του Πολέμου οι φριχτές οι νυχτερίδες
για ακόμη μια φορά φανήκαν μέρα.
Στα μάτια τους, που λάμπουν μόνο στο σκοτάδι,
δεν αντικρύζει ο Άνθρωπος την πονηριά.
Το Φως τον τύφλωσε, τον οδηγεί στον Άδη
κι Αυτός θαυμάζει την πανοπλία που αστράφτει, τη βαριά
Τα μακριά τα δόρατα και οι περίτεχνες ασπίδες
δρόμο θα ανοίξουν προς τη Νίκη και την Ήττα ηρωικό.
Και απλόχερα στο Χάρο θα χαρίσουν
ονειροφόρο νέο, παιδί κι αδέρφι σου γλυκό.    
Στη Μάνα του που πάντα περιμένει
ούτε μια λέξη δε βρίσκεις πια να πεις.
Φαίνεται πως σου είναι ξένη
μα ίσως τη μητέρα σου κι εσύ να μην την ξαναδείς.


Ο Ήλιος πια τα βέλη του μαζεύει.
Δεν απορεί που στην κοιλάδα δεν υπάρχουν νικητές και 
                                           ηττημένοι.
Μονάχα του Διάβολου που ατάραχα χαζεύει
ντρέπεται που ακόμη μια φορά εργαλείο του εγένη.
Νύχτωσε πια στην κοιλάδα.
Σβήνει μια μέρα που χίλιες ξημέρωσε νύχτες.
Ακόμη μια θα γραφτεί Ιλιάδα
υμνώντας τους φόνους, τα πάθη, τις ατέλειωτες νύχτες.

 

 

 

                                                       Πίσω στα Ποιήματα